Διδασκαλία είναι να βοηθάς ένα λουλούδι να μεγαλώσει

   του Νόαμ Τσόμσκι (Noam Chomsky)


Το απόσπασμα που ακολουθεί αποτελεί μέρος συνέντευξης που έδωσε ο διακεκριμένος επιστήμονας, στοχαστής και πολιτικοκοινωνικός αγωνιστής Νόαμ Τσόμσκι στην εκπαιδευτικό και συγγραφέα Λίλιαν Πάτναμ. Η συνέντευξη δημοσιεύτηκε στο επιστημονικό περιοδικό Reading Instruction Journal (Φθινόπωρο 1987), με τίτλο Language, Language Development and Reading («Γλώσσα, γλωσσική ανάπτυξη και ανάγνωση»), και παραμένει επίκαιρη, ιδιαίτερα στο κομμάτι που επιλέξαμε, όπου ο Τσόμσκι θίγει εύστοχα και ευκατάληπτα το ζήτημα της φύσης και των προϋποθέσεων της ανθρώπινης μάθησης. Η απόδοση στα ελληνικά έγινε από την Ομάδα Μετάφρασης του Εναλλακτικού Πολιτιστικού Εργαστηρίου της Κέρκυρας. Αξίζει να αναφερθεί, καθώς δεν είναι κάτι αυτονόητο, πως το εγχείρημα της εν λόγω Ομάδας έχει έναν συγκεκριμένο συμβολισμό καθώς προτείνει και επιχειρεί να δείξει τη δυνατότητα του περάσματος μιας κατεξοχήν ατομικής και μοναχικής δραστηριότητας, όπως η μετάφραση, στη σφαίρα της σύνθεσης των ανθρώπινων διαφορετικοτήτων και της συλλογικής δημιουργίας. Το αρχικό κείμενο διατίθεται ελεύθερα στην ηλ. διεύθυνση: https://chomsky.info/1987____/



Ή θα επαναλάβεις τα ίδια συμβατικά δόγματα που ακούμε παντού ή θα πεις κάτι αληθινό και θ' ακουστείς σαν εξωγήινος – Νόαμ Τσόμσκι

 * * * * * * * * * * * * 


Μετάφραση: Δηώ Ανδρέου, Γεωργία Αντωνίου, Μαρία Αντωνίου, Αργύρης Γεωργουλής, Ειρήνη Καζιάνη, Βάσω Κοντοδήμου, Ιωάννα Μακρυγιάννη 

(συλλογικό έργο της Ομάδας Μετάφρασης του Εναλλακτικού Πολιτιστικού Εργαστηρίου της Κέρκυρας  συντονιστής: Αργύρης Γεωργουλής)

**********

Αυτή η εργασία χορηγείται με άδεια Creative Commons Αναφορά Δημιουργού - Παρόμοια Διανομή 4.0 (CC BY-SA 4.0). Επιτρέπεται ελεύθερα η αντιγραφή, η τυχόν τροποποίηση και ο διαμοιρασμός όλου του παραπάνω κειμένου ή μερών του για οποιονδήποτε σκοπό (ακόμη και εμπορικό), υπό τους όρους: α) να γίνεται σαφής αναφορά στα αρχικά έργα και στους δημιουργούς και β) η αναδημοσίευση να συνοδεύεται από την ίδια ακριβώς άδεια.

********** 


ΕΡ. Έχεις γράψει ότι μια πολύ σημαντική συνεισφορά στη μελέτη της γλώσσας αποτελεί η κατανόηση της φύσης των νοητικών διαδικασιών, δηλαδή ότι «Η γλώσσα είναι καθρέφτης του νου». Στην παρούσα φάση της εργασίας σου, ποιες σημαντικές αντανακλάσεις φαίνονται σ’ αυτό τον καθρέφτη;

ΑΠ. Η ιδέα πως η γλώσσα είναι καθρέφτης του νου είναι παραδοσιακή και έχει εκφραστεί με ποικίλους τρόπους μέσα στους αιώνες. Ποτέ δεν πίστεψα ότι αυτή η μεταφορά πρέπει να ερμηνεύεται κυριολεκτικά. Μάλλον φαίνεται πως η γλώσσα είναι ένα ουσιώδες δομικό στοιχείο του ανθρώπινου νου. Ο ανθρώπινος εγκέφαλος είναι το πλέον πολύπλοκο και σύνθετο βιολογικό σύστημα που γνωρίζουμε. Όταν μελετάμε τις ιδιότητες και τις εκδηλώσεις του, μελετάμε αυτό που καλούμε «νου». Ο ανθρώπινος νους φαίνεται να αποτελείται από διαφορετικά συστήματα, όλα τους πολύπλοκα και πολύ ειδικευμένα, με αλληλεπιδράσεις οι οποίες, κατά μεγάλο μέρος, είναι καθορισμένες από τη βιολογική μας κληρονομιά. Από αυτές τις απόψεις, ομοιάζει με όλα τα άλλα γνωστά βιολογικά συστήματα, όπως τα ανθρώπινα σωματικά όργανα που βρίσκονται κάτω από το λαιμό, για παράδειγμα. Ένα από όλα τα ανθρώπινα βιολογικά συστήματα είναι η ανθρώπινη γλωσσική λειτουργία. Είναι ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα επειδή αποτελεί κοινή ιδιότητα των ανθρώπων –με ελάχιστες, όταν υπάρχουν, διαφοροποιήσεις, πέραν των περιπτώσεων όπου υφίσταται σοβαρή βλάβη– και φαίνεται να είναι μια αποκλειστική ιδιότητα του ανθρώπινου είδους. Αντίθετα με τα λεγόμενα πολλών μύθων, οι άλλοι οργανισμοί φαίνεται πως δεν διαθέτουν ούτε καν τα πλέον στοιχειώδη χαρακτηριστικά της ανθρώπινης γλωσσικής λειτουργίας, κάτι που έχει αποδειχτεί πολύ έντονα μέσω πρόσφατων ερευνών στους πιθήκους. Έτσι, η ανθρώπινη γλώσσα φαίνεται να είναι μια αληθής «αποκλειστική ιδιότητα ενός είδους», η οποία μάλιστα παίζει κεντρικό ρόλο στη σκέψη και την κατανόησή μας. Αλλά δεν πρόκεται, κατά την άποψή μου, για έναν καθρέφτη του νου. Είναι, μάλλον, ένα ουσιώδες συστατικό του ανθρώπινου νου, ένα αποφασιστικής σημασίας στοιχείο της ανθρώπινης ιδιοσυστασίας.


ΕΡ. Στο βιβλίο σου Γλώσσα και νους (Language and Mind, 1968) ουσιαστικά γράφεις πως, καθώς η γραμματική έρευνα συνεχίζεται, μπορούμε να αναμένουμε πως όρια που μέχρι τώρα φαίνονταν ξεκάθαρα θα μετατοπιστούν, προς μια νέα βάση για την οργάνωση της γραμματικής. Τώρα [δηλαδή, το 1987], έχουν συμβεί κάποιες μετατοπίσεις και, αν ναι, ποιες είναι αυτές;


ΑΠ. Κατά τα προηγούμενα 30 χρόνια, έχουν υπάρξει πολλές αλλαγές στον τρόπο που αντιλαμβανόμαστε τη φύση της γλώσσας. Η πρώιμη εργασία πάνω στη γενετική γραμματική, όπως στο βιβλίο μου Συντακτικές Δομές (Syntactic Structures1957), ήταν από κάποιες απόψεις παρόμοια με την παραδοσιακή γραμματική. Ειδικότερα, περιείχε κανόνες οι οποίοι αφορούσαν κάποιες συγκεκριμένες επιμέρους κατασκευές και γλώσσες. Έτσι, ο κανόνας του σχηματισμού ερωτήσεων στα Αγγλικά, ή ο κανόνας σχηματισμού της αγγλικής παθητικής φωνής, αφορούσε συγκεκριμένα την αγγλική γλώσσα και τις κατασκευές της, όπως στην παραδοσιακή γραμματική υπάρχει ένα κεφάλαιο για την παθητική φωνή, ένα κεφάλαιο για τις ερωτήσεις κ.ο.κ. Οι λεγόμενοι κανόνες της παραδοσιακής γραμματικής είναι στην πραγματικότητα μόνο νύξεις, κατανοητές στο νοήμον αναγνωστικό κοινό που ήδη γνωρίζει τη γλώσσα, όπως ακριβώς οι κανόνες μιας σχολικής γραμματικής προϋποθέτουν τη γνώση της βασικής δομής της γλώσσας από μέρους των μαθητ(ρι)ών.


Η γενετική γραμματική, αντίθετα, επιχείρησε να φέρει στο φως όλα όσα προϋποτίθενται –και, μάλιστα, όλα όσα δεν είχε καν διαπιστωθεί πως υπάρχουν– στην παραδοσιακή και εκπαιδευτική γραμματική. Αλλά, εκτός από αυτή την αποφασιστικής σημασίας διάκριση, τα συστήματα κανόνων της πρώιμης γενετικής γραμματικής είχαν μια μάλλον οικεία μορφή. Η πιο πρόσφατη έρευνα έχει δείξει ότι οι κανόνες τόσο της παραδοσιακής όσο και της πρώιμης γενετικής γραμματικής είναι επινοημένες κατασκευές και όχι πραγματικά στοιχεία του νου / εγκεφάλου. Φαίνεται πως δεν υπάρχουν ειδικοί κανόνες για συγκεκριμένες γλωσσικές κατασκευές, αλλά μάλλον πολύ γενικές αρχές, όπως οι αρχές για την ερμηνεία στοιχείων που λείπουν (από τον λόγο), οι οποίες είναι κοινές για όλες τις γλώσσες και όλες τις γλωσσικές κατασκευές. Οι γλώσσες διαφέρουν [...], αλλά όχι λόγω της επιλογής διαφορετικών κανόνων. Υπάρχει, έτσι, μια ριζική απομάκρυνση της πρόσφατης έρευνας από την παραδοσιακή μελέτη της γλώσσας εδώ και χιλιάδες χρόνια.


ΕΡ. Οι εκπαιδευτικοί που διδάσκουν ανάγνωση ενδιαφέρονται για τη γλωσσική απόκτηση, δεδομένου ότι η προφορική γλώσσα παρέχει μια βάση για το διάβασμα. Στα έργα σου, δηλώνεις ότι ήδη στη γέννηση τα παιδιά είναι γενετικά προγραμματισμένα για την απόκτηση μιας γλώσσας και ότι αυτή είναι μια έμφυτη ικανότητα. Είναι, λοιπόν, δικαιολογημένη η μεγάλη έμφαση που δίνουν οι βρεφονηπιακοί σταθμοί και τα νηπιαγωγεία στη γλωσσική ανάπτυξη;


ΑΠ. Υπάρχουν ελάχιστες αμφιβολίες σχετικά με το ότι η βασική δομή της γλώσσας και οι αρχές που καθορίζουν τη μορφή και την ερμηνεία των προτάσεων κάθε ανθρώπινης γλώσσας είναι κατά μεγάλος μέρος έμφυτες. Αλλά αυτό δεν συνεπάγεται ότι η έμφαση στη γλωσσική ανάπτυξη είναι άστοχη. Αν ένα παιδί βρεθεί εντός ενός φτωχού γλωσσικού περιβάλλοντος, οι έμφυτες δυνατότητες απλώς δεν θα αναπτυχθούν, δεν θα ωριμάσουν και δεν θα καρποφορήσουν. Για να δώσουμε κάποια ακραία παραδείγματα, ένα παιδί του οποίου τα πόδια περιορίστηκαν με γύψο για πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα δεν πρόκειται ποτέ να μάθει να περπατά και ένα παιδί που δεν τρέφεται κατάλληλα μπορεί να μπει πολύ καθυστερημένα –ή και να μην μπει ποτέ– στην εφηβεία, αν και είναι αναμφισβήτητο ότι το περπάτημα και η σεξουαλική ωρίμανση είναι έμφυτα καθορισμένες βιολογικές ιδιότητες. Παρόμοια, ένα παιδί που μεγαλώνει εντός ενός ιδρύματος μπορεί να έχει πολλές εμπειρίες και καλή διατροφή, κι όμως μπορεί να μην αναπτυχτεί φυσιολογικά, είτε σωματικά είτε νοητικά, αν του λείψει η φυσική ανθρώπινη αλληλεπίδραση.


Παραδοσιακά, αποτελεί κοινή διαισθητική γνώση ότι η διδασκαλία δεν είναι σαν να γεμίζεις ένα ποτήρι με νερό, αλλά περισσότερο σαν να βοηθάς ένα λουλούδι να μεγαλώσει, όπως το ίδιο είναι προορισμένο να μεγαλώσει, με τον δικό του τρόπο. Όμως, δεν πρόκειται να αναπτυχτεί και να ανθίσει χωρίς την κατάλληλη φροντίδα. Η γλωσσική ανάπτυξη, όπως κάθε ανθρώπινη ανάπτυξη, καθορίζεται έντονα από τη φύση του περιβάλλοντος και μπορεί να περιοριστεί δραματικά αν το περιβάλλον δεν είναι κατάλληλο. Για να αναπτυχθεί η φυσική περιέργεια, η νοημοσύνη και η δημιουργικότητα και για να δοθεί η δυνατότητα σταδιακής εκδήλωσης των βιολογικών μας ικανοτήτων απαιτείται ένα περιβάλλον που κινεί το ενδιαφέρον. Το γεγονός ότι η πορεία της ανάπτυξης είναι κατά μεγάλο μέρος ενδοσωματικά καθορισμένη δεν σημαίνει ότι μπορεί να προχωρήσει χωρίς φροντίδα, ερεθίσματα και ευκαιρίες.


ΕΡ. Συνειδητοποιούμε, λοιπόν, ότι η γλωσσολογία είναι η επιστημονική μελέτη της γλώσσας και όχι μια συνταγή για τη διδασκαλία της. Αν οι δασκάλες και οι δάσκαλοι της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης είχαν εξοικειωθεί με το έργο σου, τι είδους αλλαγές ή εστιάσεις μπορεί να έκαναν στον τρόπο που διδάσκουν την ανάγνωση; Ποιες γενικές υποδείξεις θα τους βοηθούσαν;


ΑΠ. Διστάζω ακόμη και να προτείνω μια απάντηση στην ερώτηση αυτή. Οι λειτουργοί του πεδίου θα πρέπει να αποφασίσουν οι ίδιες/οι τι είναι χρήσιμο στις επιστήμες τους και τι όχι. Ως γλωσσολόγος, δεν έχω κάποια ιδιαίτερα προσόντα ή γνώσεις που να μου δίνουν τη δυνατότητα ή το δικαίωμα να υπαγορεύσω μεθόδους γλωσσικής διδασκαλίας. Ως άτομο, σχετικά με το θέμα αυτό έχω τις δικές μου ιδέες, οι οποίες βασίζονται στην προσωπική μου εμπειρία (εν μέρει, ως δασκάλου της γλώσσας στα παιδιά), στην ενδοσκόπηση και στην προσωπική μου κρίση, αλλά όλα τα προαναφερθέντα στοιχεία δεν θα πρέπει να συγχέονται με κάποιο είδος επαγγελματικής ειδημοσύνης, που παρουσιάζεται αφ’ υψηλού. Η δική μου αίσθηση, όποια αξία κι αν έχει, είναι πως στο κάθε επίπεδο, από τον βρεφονηπιακό σταθμό ως τα ανώτατα στάδια της εκπαίδευσης, η διδασκαλία είναι κατά μεγάλο μέρος ένα ζήτημα ενθάρρυνσης της φυσικής ανάπτυξης. Η καλύτερη «μέθοδος» διδασκαλίας είναι αυτή που δείχνει καθαρά ότι αξίζει να μάθεις το αντικείμενό σου και επιτρέπει στο παιδί –ή στο ενήλικο άτομο– την ωρίμανση και ανάπτυξη της φυσικής περιέργειας και του ενδιαφέροντός του για την αλήθεια και τη γνώση. Αυτό είναι, πάνω κάτω, το 90% του προβλήματος, αν όχι περισσότερο. Οι μέθοδοι διδασκαλίας μπορεί να επηρεάσουν το ποσοστό που απομένει.


ΕΡ. Πολλές από τις αρχικές πεποιθήσεις μας σχετικά με τη φύση της γλώσσας των μη προνομιούχων παιδιών έχουν καταρριφθεί από την έρευνα, όπως, για παράδειγμα, η ιδέα πως τα λεγόμενα αγγλικά των Μαύρων –δηλαδή τα αφροαμερικανικά αγγλικά ή η καθομιλουμένη των αγγλόφωνων Αφροαμερικανώνείναι ανεπαρκής ή κατώτερη γλώσσα ή ότι δεν μπορεί να προσφέρει την κατάλληλη βάση για αφηρημένη σκέψη. Την ίδια στιγμή, η επιδίωξη πολλών ομιλητ(ρι)ών της εν λόγω καθομιλουμένης είναι τα παιδιά τους να μάθουν την πρότυπη αγγλική γλώσσα. Ο καλύτερος τρόπος να γίνει αυτό είναι η απευθείας διδασκαλία ή η μετάδοση μέσω συναναστροφής;


ΑΠ. Κάθε άνθρωπος που έχει κάποιες γνώσεις σχετικά με τη γλώσσα θεωρεί δεδομένο, ή θα έπρεπε να θεωρεί δεδομένο, ότι τα λεγόμενα αγγλικά των Μαύρων είναι απλά μια γλώσσα ίσης αξίας με τη δική μου αστική διάλεκτο των αγγλικών της Φιλαδέλφειας, με τα αγγλικά της υψηλής οξφορδιανής κοινωνίας, τα ιαπωνικά, τα ελληνικά κ.λπ. Αν διάφορες φυλετικές, ταξικές και άλλες σχέσεις ισχύος άλλαζαν, τα αγγλικά των Μαύρων μπορεί να γίνονταν η πρότυπη γλώσσα και η δική μου γλώσσα μπορεί να αντιμετωπιζόταν ως ελαττωματική. Τίποτα από όλα αυτά δεν έχει οποιαδήποτε σχέση με τη φύση των γλωσσών. Η ιδέα πως τα αγγλικά των Μαύρων ή η αστική μου διάλεκτος ή οποιαδήποτε άλλη γλώσσα δεν μπορεί να προσφέρει μια βάση για αφηρημένη σκέψη είναι εντελώς παράλογη και πιστεύω πως θα πρέπει να είμαστε εξαιρετικά σκεπτικιστές ως προς τους ισχυρισμούς υπέρ της αντίθετης άποψης. Συνήθως, στη βάση τους βρίσκονται κραυγαλέες παρανοήσεις.


Μολαταύτα, πολλά ερωτήματα ανακύπτουν σχετικά με το τι θα έπρεπε να διδάσκεται στα σχολεία. Αν οι ομιλητές των αφροαμερικανικών αγγλικών κατάφερναν να κυριαρχήσουν και να ελέγχουν την αμερικανική κοινωνία, έτσι ώστε η ομιλία μου να θεωρείται μη πρότυπη και ελαττωματική, τότε θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε ότι τα παιδιά μου θα έπρεπε να διδαχτούν την κυρίαρχη πολιτισμικά γλώσσα, τα αφροαμερικανικά αγγλικά, και όχι την ιδιαίτερη παραλλαγή των αγγλικών που μιλάω εγώ. Η βάση της επιλογής δεν θα ήταν τα χαρακτηριστικά της γλώσσας ή κάποιες γελοίες πεποιθήσεις σχετικά με το πώς κάποιες συγκεκριμένες γλώσσες εμποδίζουν την αφηρημένη σκέψη, αλλά μάλλον κάποιοι άλλοι υπολογισμοί. Έτσι, το ερώτημα που θα έπρεπε να τεθεί είναι το κατά πόσον τα παιδιά μου θα υπέφεραν στον πραγματικό κόσμο της εξουσίας, της αυθεντίας, της ανισότητας και του καταναγκασμού, αν δεν αποκτούσαν κάποια σημαντικά χαρακτηριστικά του κυρίαρχου πολιτισμού. Σίγουρα, αυτή η ερώτηση θα έπρεπε να θεωρηθεί πολύ βαρύνουσα, στο πλαίσιο των υπολογισμών γύρω από τη μελλοντική ευημερία των παιδιών μου.


Από την άλλη πλευρά, αν τα παιδιά μου διδάσκονταν κάτι που ισοδυναμεί με μια ξένη γλώσσα, η διανοητική τους ανάπτυξη μπορεί να περιοριζόταν: είναι ελάχιστες οι αμφιβολίες, π.χ., σχετικά με το ότι θα τους ήταν δυσκολότερο να μάθουν να διαβάζουν αν η γλώσσα διδασκαλίας ήταν τα αφροαμερικανικά αγγλικά, η οποία δεν είναι η γλώσσα που απέκτησαν στο προσχολικό τους περιβάλλον. Τα ίδια ερωτήματα θα προέκυπταν αν είχα μετακομίσει στην Ιταλία όταν τα παιδιά μου ήταν ακόμη μικρά. Το πώς ακριβώς θα έπρεπε να εξισορροπηθούν αυτοί οι παράγοντες δεν είναι ένα απλό ερώτημα και δεν υπάρχει κανένας λόγος να πιστεύουμε ότι τα εν λόγω ζητήματα μπορούν πάντοτε να αντιμετωπίζονται με κάποιον ομοιόμορφο τρόπο: πολλοί παράγοντες διαφοροποιούνται σε κάθε περίπτωση.


Η δική μου προσωπική κρίση, όποια κι αν είναι η αξία της, είναι πως οι ομιλητές μιας γλώσσας που δεν αποτελεί τη γλώσσα των ομάδων που κυριαρχούν επί κάποιας κοινωνίας θα πρέπει, προφανώς, να διδάσκονται χρησιμοποιώντας τις δικές τους γλώσσες τουλάχιστον στα πολύ πρώιμα στάδια, μέχρι να αποκτήσουν κάποιες βασικές δεξιότητες, και θα πρέπει να διδαχτούν χρησιμοποιώντας την κυρίαρχη γλώσσα στα μεταγενέστερα στάδια, έτσι ώστε να μπορούν να ενταχθούν στην κοινωνία χωρίς να γίνουν θύματα μειονεκτικής μεταχείρισης, η οποία έχει τη ρίζα της στην επικρατούσα εξουσία, στα προνόμια και στην κυριαρχία. Θα μπορούσαμε, βέβαια, να ελπίζουμε ότι θα αλλάξουμε αυτά τα χαρακτηριστικά της κυρίαρχης κοινωνίας, αλλά αυτό είναι ένα άλλο ζήτημα. Τα παιδιά θα πρέπει να βοηθηθούν ώστε να λειτουργήσουν στον κόσμο που υφίσταται τώρα, κάτι που φυσικά δεν σημαίνει πως δεν θα έπρεπε –είτε τα παιδιά είτε άλλοι άνθρωποι – να προσπαθήσουν να τον αλλάξουν και να τον κάνουν καλύτερο.


Δεν επιχειρώ να εκφράσω οποιεσδήποτε απόλυτες κρίσεις ή να διατυπώσω γενικές προτάσεις. Υπάρχουν πάρα πολλοί παράγοντες που θα πρέπει να εξεταστούν και οι απαντήσεις σίγουρα δεν θα είναι οι ίδιες για το κάθε άτομο ή για την κάθε περίσταση. Εδώ δεν έχουμε να κάνουμε με γλωσσικά προβλήματα, αλλά με προβλήματα της κοινωνίας συνολικά, και θα πρέπει να τα αντιμετωπίσουμε υπό τους αντίστοιχους όρους.

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Η οικονομία της σπατάλης: Η βιολογία των κοινών

Δεν γεννιόμαστε εγωιστές

Απορρίπτοντας την υπαρξιακή ματαιότητα της νεοφιλελεύθερης ζωής